- κτητορικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στον κτήτορα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κτητορικός — ή, ό (Μ κτητορικός, ή, όν) [κτήτωρ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτήτορα («τὸ δὲ νῡν βασιλικὸν ἀρίστευμα καινίσει μὲν καὶ τὸ πάλαι κτητορικὸν ὄνομα», Ευστ.) 2. αυτός που προέρχεται από τον κτήτορα (α. «κτητορική μονή» η μονή που έχει… … Dictionary of Greek
κτητορικόν — κτητορικός of an owner masc acc sg κτητορικός of an owner neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)